ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ GENTRIFICATION ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ GENTRIFICATION ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

ΠΟΛΗ, ΧΩΡΟΣ, ΑΞΙΑ & ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ

 

Εισαγωγικά
Τούτο το κείμενο εν προϊόν μιας συνεχούς ενασχόλησης με την πόλη της Λευκωσίας τζιαι τες αλλαγές που συμβαίνουν ραγδαία στο κέντρο της τα τελευταία χρόνια. Η εντός των τειχών πόλη, σήμα κατατεθέν για την όποια κινηματική δραστηριότητα (που πριν καν γεννηθούμε οι συντελεστές τούτου του antifa εγχειρήματος), ομολογουμένως, άλλαξε αρκετά. Υπάρχει ένα σημείο καμπής, γύρω στο 2012, όπου τα πρώτα σημάδια τούτης της «αλλαγής» αρκέψαν να γίνουνται ξεκάθαρα (αν τζιαι εννά ελαλούσαμε ότι τούτη η διαδικασία εξεκίνησε πολλά πιο πριν). Τότε, σαν μαθητές τζιαι μαθήτριες λυκείου, εβρεθήκαμε με αμηχανία μπροστά στα καφέ τζιαι μπαράκια που αννοίαν το ένα μετά το άλλο γυρώ που τη Φανερωμένη, την πλατεία που είσσιε συνδεθεί (που είχαμε συνδέσει ενδεχομένως) με την αντικουλτούρα τζιαι την αντιεξουσιαστική πολιτική.

Γενικά, τούτη η «αλλαγή» για την οποία εννά μιλήσουμε παρακάτω, εσυνδέθηκε με την εκλογή Γιωρκάτζη, μετά τη δημαρχία της ΑΚΕΛικής Μαύρου. Με παρόμοιο τρόπο, οι εξαιρέσεις που οδήγησαν στην ανέγερση πύργων στη Λεμεσό εσυνδεθήκαν με μια γενικότερη δεξιά, «διευθαρμένη» πολιτική. Διάφορες αποσπασματικές κριτικές για ζητήματα όπως χώρους πρασίνου, μόλυνση, πεζοδρόμους τζιαι άλλα – ας μεν πούμε για την πλ. Ελευθερίας πάλε – επίσης επικεντρώνονται στην ανικανότητα τζιαι τη διαφθορά των δεξιών πολιτικών επιλογών για την πόλη. Αντιλαμβανούμαστε ένα κενό στον κινηματικό λόγο (εν φκάλλουμε τον νούρο μας πόξω) ο οποίος αναπαράγει διάφορες μισοδότζι αριστερές θέσεις για την πραγματικότητα της πόλης με αντιεξουσιαστικό μανδύα. Εννά προσπαθήσουμε να αναδείξουμε πως τέτοιες κριτικές χάνουν την ουσία τζιαι αδυνατούν να εκφράσουν μια συγκροτημένη τζιαι κριτική άποψη για την πόλη με οποιαδήποτε χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα. Συμπεράσματα τέθκοιου είδους πάντα έχουν που πίσω τους ένα «ποιός», ένα «που ποιά θέση» τζιαι ένα «για ποιό σκοπό;» Εμείς μιλούμε που την σκοπιά μιας αντιφασιστικής συλλογικότητας, για τους σκοπούς του κοινωνικού τζιαι ταξικού ανταγωνισμού. Στεκούμαστε ενάντια στες μεθοδεύσεις του κεφαλαίου τζιαι των διάφορων θιασωτών του (επιστημόνων ειδικών, πολιτικών διαχειριστών, μικρομεσαίων επιχειρηματιών) τζιαι ένεν θέση μας να πούμε του δήμου, του κεφαλαίου ή του κράτους πώς τζιαι τι πρέπει να κάμει. Θέση μας εν να πράξουμε για δικό μας λοαρκασμό τζιαι να διεκδικήσουμε με τους δικούς μας όρους τον χώρο της πόλης.

Πόλη, χώρος, αξία χρήσης
Αρχικά εν χρήσιμο να ξεκαθαρίσουμε πως αντιλαμβανούμαστε τες έννοιες του χώρου τζιαι της πόλης για να μπορέσουμε να συζητήσουμε το παράδειγμα της Λευκωσίας. Ο χώρος εν συνάμα η φυσική τοποθεσία τζιαι οι διάφοροι παράγοντες που τη νοηματοδοτούν – δηλαδή ο χώρος ενός πάρκου π.χ., εν μια υπαίθρια τοποθεσία που στες κοινωνικές συνθήκες της Κύπρου υποδηλώνει κατά πάσα πιθανότητα κάποιο χώρο πρασίνου τζιαι σκιάς, χώρο για παιδικό παιχνίδι, παγκάκια τζιαι μάλλον κάποιου είδους ιδιόκτητου μαγαζιού. Σε άλλες συνθήκες σε κάποια άλλη χώρα μπορεί η ύπαρξη μαγαζιού να εθεωρήτουν προσβολή στον δημόσιο χαρακτήρα του πάρκου, ή η σκιά να μεν εθεωρείτουν απαραίτητη γιατί ο ήλιος σπανίζει. Ο χώρος τότε παράγεται που το κοινωνικό, πολιτικό τζιαι πολιτισμικό του πλαίσιο αλλά επίσης μπορεί να το επηρεάσει τζιαι να το αλλάξει. Εν μιλούμε για δραματικές αλλαγές συνήθως, αλλά για αλλαγές στο επίπεδο της καθημερινής ζωής, π.χ. αν πεζοδρομηθεί κάποιο στενό αλλάσσει ο χαρακτήρας του τζιαι οι χρήσεις του. Βέβαια υπάρχουν τζιαι παραδείγματα πιο ριζοσπαστικών αλλαγών, όπως το άνοιγμα λεωφόρων στο Παρίσι που τον Haussmann τέλη του 19ου αιώνα, για αποτελεσματική στρατιωτική αντιμετώπιση πιθανών εξεγέρσεων. Η πόλη της Λευκωσίας (τζιαι κάθε πόλη) τότε εν επροέκυψε απλά τυχαία – εχτίστηκε, άλλαξε τζιαι εξακολουθεί να αλλάσσει ανάλογα με τες πολιτικές τζιαι κοινωνικές συνθήκες της εποχής, όπως εννά δούμε τζιαι πιο κάτω.

Πριν προχωρήσουμε όμως, να μιλήσουμε λλίο για την αξία χρήσης τζιαι την ανταλλακτική αξία της πόλης. Αξία χρήσης εν το κατά πόσο ένα εμπόρευμα ανταποκρίνεται σε κάποια κοινωνική ανάγκη (πχ η χρησιμότητα μιας καρέκλας). Η ανταλλακτική αξία που την άλλη, εν αξία χρήσης που την πλευρά του κεφαλαίου, το μέτρο με το οποίο ένα εμπόρευμα ανταλλάσσεται με άλλα – δηλαδή η αυθαίρετη τιμή που μπαίνει σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς. Κάτι που παίζει γενικά στες κινηματικές προσεγγίσεις εν η αντιμετώπιση της Λευκωσίας τζιαι της πόλης γενικόττερα αποκλειστικά σαν αξία χρήσης, κάτι που χρησιμοποιείται με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο. Συγκεκριμένα, ακολουθώντας τούτην τη λογική, η πόλη εν είτε εμπόρευμα (αξία χρήσης για το κεφάλαιο) ή «Κοινό» (αξία χρήσης για κάποιο αδιευκρίνιστο κοινωνικό σώμα). Στην πραγματικότητα, η πόλη εν κοινωνική σχέση, τζιαι εντός της συνυπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα τζιαι επιθυμίες, με λλία λόγια η πόλη εν τζιαι τα θκυό. Κατά κάποιο τρόπο, ο χώρος εν εκ των πραγμάτων εμπόρευμα, αλλά η σύγκρουση ανταλλακτικής αξίας τζιαι αξίας χρήσης εν κάτι στο οποίο μπορούμε να επέμβουμε. Όπως είπαμε πριν, εν χρήσιμο να ρωτούμε «ποιός», «που ποιά θέση» τζιαι «για ποιό σκοπό;» Αν αδυνατούμε να κατανοήσουμε την πόλη σαν ένα ρευστό σύνολο συγκρούσεων, σαν κοινωνική σχέση, τότε σύντομα διαπιστώνουμε με αμηχανία, σαν αντιεξουσιαστικά πολιτικά υποκείμενα, ότι αναλωνόμαστε στο να καταθέτουμε διαχειριστικές προτάσεις διαφόρων ειδών. Προτάσεις που όσο «ριζοσπαστικές» τζιαι να ναι, εν προτάσεις προς το κεφάλαιο να τες υλοποιήσει ή όι. Το ίδιο παιχνίδι θέλουμε να παίξουμε στην τελική (αν μπορούμε να πούμε τες χωρικές εκφράσεις του ταξικού ανταγωνισμού παιχνίδι), αλλά με τους δικούς μας όρους – τζιαι εν σημαντικό.

Για το gentrification & την κινηματική κριτική
Στα μέσα του 20ου αιώνα, σε παγκόσμια κλίμακα, άρκεψε να γίνεται ξεκάθαρη μια εντεινόμενη εμπορευματοποίηση των αστικών χώρων. Στη βιομηχανική πόλη, ο αστικός ιστός αντιμετωπίζετουν πρώτον ως το μέρος που τζοιμούνται τζιαι ζουν οι εργάτες των εργοστασίων, τζιαι δεύτερον ως το μέρος που πουλιούνται τα εμπορεύματα που παράγουν. Με το πέρασμα στη μεταφορντική1 εποχή του καπιταλισμού, στες δυτικές κοινωνίες το κεφάλαιο αντιμετωπίζει την πόλη σαν ένα προσοδοφόρο πεδίο άντλησης κέρδους. Κοιτώντας τη Λευκωσία του σήμερα εν ξεκάθαρο τι εννοούμε. AirBNB, μεγαλο-developers & real-estate, η εκκλησιά τζιαι ούλλα της τα τσιφλίκια, ενοίκια που ανεβαίνουν συνεχώς, μαγαζιά, μπαρ τζιαι καφέ όπου κλάσεις στο κέντρο: η εμπορευματοποίηση των χώρων της πόλης εν επικερδές project.

Έννεν της παρούσης μια εκτενής ιστορική αναδρομή για το πόθθεν τζιαι πως επροέκυψε η Λευκωσία που ξέρουμε. Εννά τονίσουμε κάποια σημεία που εν σημαντικά για τη συζήτησή μας.
1. Το ιστορικό κέντρο με τα τείχη του, παράγωγο άλλης εποχής, άλλων αναγκών τζιαι κοινωνικών συσχετισμών, το οποίο αλλοιώνεται ελαφρώς για να μπορεί να εξυπηρετεί τες ροές του κεφαλαίου. Σε γενικές γραμμές όμως, οι στενοί δρόμοι τζιαι η γενικότερη κοινωνική στάση της διατήρησης του ιστορικού χαρακτήρα εμποδίζουν μεγάλης κλίμακας κατασκευές τζιαι κατεδαφίσεις.
2. Το εμπορικό κέντρο που εν μοιρασμένο ανάμεσα στην εντός των τειχών πόλη τζιαι τους χώρους γυρώ της, επίκεντρο κατανάλωσης τζιαι κεντρικό σημείο αναφοράς για τη βιομηχανία διασκέδασης με μπαρ, κλαμπ κτλ.
3. Η ζούγκλα μικροαστικών τζιαι μεσοαστικών κατοικιών, στην τεράστια πλειοψηφία τους μονοκατοικίες, παιδί της μεταπολεμικής εποχής τζιαι του «οικονομικού θαύματος» αλλά τζιαι η σημερινή του εκδοχή με τα άπειρα πανομοιότυπα σπιτούθκια που χτίζουν οι διάφοροι developers.
4. Οι δυσλειτουργικές συγκοινωνίες με τα λεωφορεία που επικεντρώνονται γυρώ που την πλ. Σολωμού τζιαι το κυκλοφοριακό σύστημα που βασίζεται στη χρήση ιδιόκτητων αυτοκινήτων.
5. Το σύνορο που κόφκει την πόλη στη μέση τζιαι στέκει σαν μνημείο στον εθνικισμό, η φυσική μορφή του εθνοτικού διαχωρισμού που επιβλήθηκε μετά το ‘74.

Το παζλ συμπληρώνουν άλλα, λιόττερο σημαντικά για την ανάλυση δαμέ κομμάθκια: τα βιομηχανικά κτίρια που αλλάξαν χρήση ή στέκουν ερειπωμένα μετά την υποχώρηση της βιομηχανίας στες παρυφές της πόλης, διάφορες πολυκατοικίες (ιδιωτικές ή προσφυγικές) διάφορα απομεινάρια που την αποικιοκρατία, σπίθκια της πρώιμης αστικής τάξης, δημόσια κτίρια ποτζεί ποδά κτλ.

Το gentrification του κέντρου της Λευκωσίας, ο αστικός εξευγενισμός, ακολουθά την παγκόσμια τάση του κεφαλαίου να επανέρχεται στα κατά κύριο λόγο φτωχά κέντρα (οι κυριλέ ζουν στα προάστια όπου έχουν χώρο να απλώθουν) αφού θωρεί την πιθανότητα σχετικά άμεσου κέρδους. Το κέντρο της Λευκωσίας ως το ‘12 ήταν ένας χώρος όπου το παράνομο κεφάλαιο έκανμεν διάφορες μπίζνες, υπήρχαν πολλές επιχειρήσεις μεταναστών τζιαι κάποια εργαστήρια, τυπογραφεία κτλ, κάποιοι εναλλακτικοί χώροι κατανάλωσης τζιαι εμεινίσκαν επίσης πολλές μετανάστριες. Εντωμεταξύ η πολιτική δράση τζιαι η αντικουλτούρα ενδεχομένως να επαίξαν τζιαι έναν αρνητικό ρόλο, κάμνοντας το κέντρο προορισμό για αρκετούς νεολαίους τζιαι συμβάλλοντας έτσι στη ζήτηση για εναλλακτικά καφέ, μπαρ, κλαμπ κτλ. Λλίο πριν την έκρηξη του gentrification φυσικά εξεπροβάλαν διάφοροι καλλιτέχνες ως οι απανταχού αγγελιοφόροι της επερχόμενης επέλασης του κεφαλαίου, το οποίο πρέπει να είδε μια τεράστια ευκαιρία. Οι τιμές γης/περιουσιών ήταν χαμηλές (kaching!), πολλοί κάτοικοι ήταν μετανάστες (εν θα πει κανένας τίποτε αν τους θκιώξουμε), το εμπορικό κέντρο ήταν ήδη δίπλα. Στη Λευκωσία ειδικά, που λόγω μικρού μεγέθους εν έσσιει τα χαρακτηριστικά των δυτικών μητροπόλεων, το κέντρο έσσιει σημαντική αξία, τζιαι συμβολική τζιαι πρακτική. Οι γειτονιές της πόλης εν αυτονομούνται αλλά αντίθετα βασίζουνται στην ύπαρξη του κέντρου για την παροχή διάφορων υπηρεσιών όπως νυχτερινή ζωή, ψώνια, χώροι τέχνης κτλ. Έννεν τυχαία που διάφορα ριζοσπαστικά τζιαι αντιεξουσιαστικά εγχειρήματα αναπτυχτήκαν στο κέντρο της Λευκωσίας, αφού εν ο φυσικός τόπος συνάντησης κόσμου που μεινίσκει σε διαφορετικές γειτονιές.

Πολλές φορές η κριτική στο gentrification υπονοεί (ή ζητά ρητά) μια επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Κάπως ατυχές εννά ελαλούσαμε, αφού τζιαι το πριν τζιαι το μετά υπάγονται σε μια χωρική έκφραση των ίδιων (ή σχεδόν των ίδιων) κοινωνικών συνθηκών. Το κεφάλαιο εννά ακολουθήσει το συμφέρον του, στην προκειμένη εννά κουντήσει την ανάπλαση του κέντρου, κάτι που εν θα έπρεπε να μας προκαλεί έκπληξη. Τι σημαίνει όμως να υπερασπίζεσαι (έτσι, θολά τζιαι γενικά) την προ-gentrification κατάσταση της Λευκωσίας ή την προ-πύργων πόλη της Λεμεσού; Σημαίνει μια νομιμοποίηση των υπόλοιπων επιλογών του κεφαλαίου τζιαι των μηχανισμών του όσον αφορά την πόλη τζιαι τον χώρο. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι το οικογενειακό σπίτι θεωρείται κάτι εντελώς κανονικοποιημένο σαν μορφή κατοικίας εν αρκετά προβληματικό. Τα σπίθκια αλλά τζιαι οι κοινωνικές αναπαραστάσεις τους δημιουργούν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, σε αρμονία με μια αλλοτριωμένη καθημερινότητα. Η μονοκατοικία που στηρίζεται (τζιαι στηρίζει) στην πυρηνική οικογένεια, που προτάσσει μιαν ακραία ιδιωτικοποίηση του χώρου της πόλης με την αγία οικογένεια να αποτελεί τον συλλογικό ιδιοκτήτη, εννά έπρεπε να χαίρει της ίδιας κριτικής με το τάδε ή το δείνα χιπστεροκαφέ. Το άπλωμα των μονοκατοικιών στο επίπεδο της πόλης επίσης σημαίνει δυσκολίες κυκλοφορίας τζιαι αναδύεται το ιδιωτικό αυτοκίνητο σαν η πιο βολική μορφή κυκλοφορίας, κυρίως για όσους εν εκτός κέντρου. Τζιαι επειδή είμαστε large εμείς στην Κύπρο (ο μέσος όρος τετραγωνικών ανά κατοικία εν που τους πιο μεγάλους στην Ευρώπη)2 , η συντήρηση των σπιθκιών ανάλογα με τα μικροαστικά ιδανικά συντηρεί παράλληλα τη σκληρή εκμετάλλευση της οικιακής εργασίας μεταναστριών.

Ούλλα τούτα συνάδουν με το πως γίνεται αντιληπτή η κατοικία, ο χώρος τζιαι η ιδιοκτησία κοινωνικά, με τον τρόπο που το κεφάλαιο κυριαρχεί στην καθημερινή ζωή. Για παράδειγμα το γεγονός ότι η ιδιοκτησία γης τζιαι ακινήτων εν κάτι που θεωρείται δεδομένο (ακόμα τζιαι για σχετικά φτωχούς ντόπιους – είπαμε, η οικογένεια σαν συλλογικός ιδιοκτήτης) που τη μια δημιουργεί μια τάση ταύτισης με τα συμφέροντα του κεφαλαίου τζιαι που την άλλη κάμνει την κοινωνική αλλαγή τζιαι τον μετασχηματισμό της πόλης σε μεγάλη κλίμακα αδιανόητη, αφού τούτο εννά εσήμαινε αμφισβήτηση (εκ των πραγμάτων) της ιδιοκτησίας των «μικρομεσαίων». Η Λευκωσία εν έναν πραγματικό μωσαϊκό μικρών ιδιοκτησιών που υπηρετούν μεγάλα συμφέροντα…

Επίλογος
Η πόλη της Λευκωσίας εν το παράγωγο των τοπικών ιδιαιτεροτήτων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής – όπως τζιαι κάθε πόλη. Οποιαδήποτε κριτική σέβεται τον εαυτό της πρέπει να ξεκινά που δαμέ. Το κεφάλαιο έσσιει συγκεκριμένες κατευθύνσεις όσον αφορά την πόλη της Λευκωσίας: στην προκειμένη, ο στόχος εν η δημιουργία μιας ιδιόκτητης, εμπορευματοποιημένης πόλης – μοιρασμένης που τον εθνικισμό – η διάχυση της ιδιοκτησίας τζιαι της μικροαστικής ιδεολογίας, η άντληση κέρδους τζιαι εννοείται η συντήρηση τούτου του αστικού στάτους κβο. Προφανώς εν έκατσεν το κεφάλαιο μια μέρα τζιαι είπε «τι εννά κάμουμε τούντην πόλη?» τζιαι ήβρε τες τάδε λύσεις – το κεφάλαιο το ίδιο χαρακτηρίζεται που εσωτερικές διαμάχες τζιαι συγκρούσεις. Το project της Λευκωσίας ξεδιπλώνεται σιγά σιγά, όι σαν συνεκτική στρατηγική αλλά σαν γενικότερη προσέγγιση που εν άρρηκτα συνδεδεμένη με το κοινωνικό τζιαι οικονομικό πλαίσιο – τζιαι γι’ αυτό κριτικές που μιλούν για τη δεξιά πολιτική διαχείριση ή τη διαφθορά (αν τζιαι ππέφτουν μέσα σε τούτα, μεν μας παρεξηγάτε), χάνουν το δάσος του συνοθυλεύματος συμφερόντων τζιαι αξιών που ξεκινούν που την καπιταλιστική μηχανή.

Που τη μερκά μας, όπως είπαμε τζιαι πριν, θέλουμε να διεκδικήσουμε την πόλη με τους δικούς μας όρους. Να κουντήσουμε τες ισορροπίες αξίας χρήσης-ανταλλακτικής αξίας, να έβρουμε ή να κάμουμε χώρους συνεύρεσης, ανοιχτούς για διάφορες τζιαι απρόβλεπτες χρήσεις. Ρεαλιστικά εν ξεκάθαρο ότι με τον τελευταίο κύκλο gentrification αλλάξαν αρκετά πράματα, τζιαι ο συσχετισμός δυνάμεων εν αρκετά διαφορετικός. Για παράδειγμα, ενώ παλιά ήταν κεκτημένο να γίνουνται πάρτι τζιαι συναυλίες χωρίς άδεια που το δήμο (βλέπε καταστολή street party 2009 τζιαι μετά), τωρά θεωρείται αρκετά δύσκολο, ειδικά σε κάποιους χώρους όπως η φανερωμένη ή το πάρκο ειρήνης. Ή ενώ παλιά εμπορούσαμε να γράφουμε με σπρέυ η ώρα 11 τζιαι να μεν παίζει ιδιαίτερο θέμα, τωρά οι τοίχοι εν πεντακάθαροι τζιαι τα συνθήματα τζιαι τα γκραφίτι καλύφκουνται στο άψε σβήσε – τα γκραφίτι βέβαια καμιά φορά αφήνουν τα, αρκεί ναν όμορφα, σαν κομμάτι μιας cool urban γλώσσας του gentrification (βλέπε τζιαι το άρθρο «για μια πολιτική υπεράσπιση του βανδαλισμού»). Πλέον ακόμα τζιαι η τράπεζα κύπρου κάμνει street party τζιαι ο δήμος προσπαθεί να ισορροπήσει τον χαρακτήρα της παλιάς πόλης ανάμεσα σε αποστειρωμένο μουσείο τζιαι απέραντο πολύχρωμο καφέ. Στο επίπεδο της καθημερινότητάς μας επιμένουμε στους βανδαλισμούς, στα γκράφιτι, στην αφισοκόλληση, στα αυτοκόλλητα. Αλλά τζιαι σε κινηματικό επίπεδο εν σημαντικό να μεν αφήκουμε την πόλη στα δόντια της «επιχειρηματικότητας», όσο εναλλακτική τζιαι αν εμφανίζεται κάθε φορά.


1 Εννοούμε ότι ο καπιταλισμός εξεπέρασε το προηγούμενο μοντέλο οργάνωσης της εργασίας, δηλαδή της αλυσίδας του εργοστασίου, μέσω αναδιαρθρώσεων στην παραγωγή. Ο Paolo Virno συνοψίζει τον μεταφορντισμό σαν “ένα σύνολο χαρακτηριστικών που συνδέονται με το σύνολο του σύγχρονου εργατικού δυναμικού, ακόμα και με αυτούς που μαζεύουν τα φρούτα ή τους φτωχότερους μετανάστες. Μερικά απ’ αυτά είναι: η δυνατότητα να αντιδράς κατά τρόπο έγκαιρο στις συνεχείς καινοτομίες σε τεχνικές και οργανωτικά μοντέλα, ένας αξιοπρόσεκτος «καιροσκοπισμός» κατά τη διαπραγμάτευση μεταξύ των διαφορετικών δυνατοτήτων που προσφέρει η αγορά εργασίας, η οικειότητα με το ενδεχόμενο και το απρόβλεπτο” σε συνέντευξη που μπορεί να βρεθεί δαμέ https://www.rebelnet.gr/articles/view/Interview-with-Paolo-Virno

2 που πληροφορίες στο Dol, K. And Haffner, M. (eds.) (2010) Housing statistics in the EU 2010. δέτε επίσης CyStat. (2017) Report on the income and conditions of households 2012-2015. Republic of Cyprus, Ministry of Finance. Report number: 7.

 

ANTIFA TROPIKAL #1