ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΗ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΗ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τον Δεκέμβρη του 2018 στα πλαίσια της εκδήλωσης που οργάνωσε το antifa λευkosa στον κοινωνικό χώρο Kaimakkin «2 μέρες ενάντια στη γαλανόλευκη εθνικιστική μηχανή πολέμου», πραγματοποιήθηκε συζήτηση με τον ολικό αρνητή στράτευσης Μ.Τ. από τα Γιάννινα με θέμα: Η διαχρονικότητα του ελληνικού επεκτατισμού και οι όψεις του μιλιταρισμού της “πρώτη φορά Αριστεράς”. Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την απομαγνητοφωνημένη εισήγησή μας στη συζήτηση αυτή.
Η Κύπρος, αυτό το μικρό νησί με δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες σε μια επικράτεια που μόλις ξεπερνά τα 9.000 km2, το 2017 “κατακτά’’ την όγδοη θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Μιλιταρισμού. Ενώ το σύνταγμα του 1960 προέβλεπε την δημιουργία στρατεύματος αποτελούμενο από 2.000 άνδρες, με αναλογία ε/κ και τ/κ 60% και 40% αντίστοιχα, χωρίς υποχρεωτική θητεία, η Εθνική φρουρά του σήμερα με δύναμη περίπου 13.000 παίρνει σάρκα και οστά μέσα στα πυρά των οδυνηρών γεγονότων του 1963. Η συνταγματική κρίση που προήλθε από την επιδίωξη της Ελληνοκυπριακής πολιτικής διοίκησης να καταργήσει μονομερώς τον δικοινοτικό χαρακτήρα του κυπριακού κράτους μέσα από τα 13 σημεία, εκκινεί τον ‘ματωμένο Δεκέμβρη’, ο οποίος γενικεύεται στην υπόλοιπη Κύπρο. Ελληνοκυπριακές παραστρατιωτικές οργανώσεις και τμήματα του κρατικού μηχανισμού διεξάγουν πογκρόμ και δολοφονίες Τουρκοκυπρίων ωθώντας στον γεωγραφικό τους αποκλεισμό σε θύλακες. Στα μέσα της κυπριακής γαλανόλευκης κτηνωδίας, τον Ιούνιο του 1964, η (πλέον εξολοκλήρου ελληνοκυπριακή) βουλή ψηφίζει τον νόμο ‘’Περί Εθνικής Φρουράς’’ συγκροτώντας ένα αποκλειστικά Ελληνοκυπριακό στρατό – δηλαδή μια νομιμοποίηση & κρατική ενσωμάτωση των εθνικιστικών παραστρατιωτικών δυνάμεων.
Με τη δημιουργία της Εθνικής Φρουράς, η αιματοβαμμένη κοινωνική διαδικασία στην οποία μια κοινωνία οργανώνει τον εαυτό της προς την παραγωγή της βίας, δηλαδή η στρατιωτικοποίηση της Ελληνοκυπριακής κοινότητας που ξεκινά την δεκαετία του 50’ με την ΕΟΚΑ, ολοκληρώνεται και λαμβάνει θεσμική μορφή με τη καθιέρωση της υποχρεωτικής στράτευσης με 18-μηνη θητεία φέροντας το όνομα Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ). Ο στρατός αποτελεί μια υλική αποτύπωση της συνάρθρωσης του έθνους και του κράτους στη Κύπρο εν μέσω πολιτικών και κοινωνικών ανταγωνισμών, όπου ως κεντρική δομή του κράτους είναι άλλη μια στιγμή στην οποία η Ελληνοκυπριακή κοινότητα μετατρέπεται και ενεργοποιείται σε Ελληνοκυπριακό ‘λαό’, ένα εθνικά και πληθυσμιακά ομογενοποιημένο κοινωνικό σώμα. Η Εθνική Φρουρά συμπυκνώνει μια πτυχή της πολιτικής οργάνωσης κομματιών του Ελληνοκυπριακού βούρκου προς τη διασφάλιση της κυριαρχίας του στο νησί ενάντια στη Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και ενάντια στους ενδό-κοινοτικούς πολιτικούς του αντιπάλους. Η στρατιωτικοποίηση ως διαδικασία μετασχηματίζει κοινωνικές πεποιθήσεις και αξίες νομιμοποιώντας πολιτικά την ύπαρξη του στρατού και την οικονομική συντήρηση του. Στην Εθνική Φρουρά αποκρυσταλλώνεται ταυτόχρονα μια διττή αλληλοδιαπλεκόμενη σημασία, αφενός αυτή της οχύρωσης της Ελληνοκυπριακής κοινότητας από την υπαρξιακή απειλή που συνοψίζεται στη λεγόμενη ‘τούρκικη προκλητικότητα’ αλλά και η εθνική φαντασίωση της λύτρωσης με την εκκαθάριση του εχθρού από τα εδάφη της. Τα τριχοειδή αγγεία της στρατιωτικοποίησης δεν εξαντλούνται στην απλή λειτουργία του στρατού, στα φριχτά εμπόλεμα συμβάντα ή στη σαθρή λογιστική του διάσταση. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της στρατιωτικοποίησης δεν είναι μονάχα ζήτημα οπλικών συστημάτων, πυρομαχικών και πτωμάτων. Η στρατιωτικοποίηση είναι στενά συνδεδεμένη και με τις λιγότερο ορατές παραμόρφωσες των ανθρωπίνων δυνατοτήτων, διαπλεκόμενη και αυτή στη διαμόρφωση των εσωτερικών συνόρων και διαχωρισμών που χαράζονται στις κοινωνικές μας σχέσεις με καθεστώτα συμπερίληψης και αποκλεισμού σε σχέση με τη υγεία, την φυλή, το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Έχει προσδιορίσει την αρρενωπότητα και τη σεξουαλικότητα του ορθού κανονικού υγειούς υποκειμένου, το πρόσωπο πλήρως κατάλληλο της πολιτειότητας, σε συνάρτηση με τις εθνικές και κρατικές ονειρώξεις.
Μια κοινωνία παρόλα αυτά πάντοτε διαπερνιέται από ανταγωνισμούς και αντιφάσεις στο εσωτερικό της. Συνεπώς τόσο στο βόρειο όσο και στο νότιο τμήμα του νησιού, μετά το ’74, σε μια περίοδο όπου ο στρατιωτικός μηχανισμός και ο οξύς εθνικισμός αποτέλεσε μια αντικειμενική διαμορφωτική συνθήκη της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας, εμφανιστήκαν – στον αντίποδα των σαρκοβόρων εθνικών αφηγήσεων, της υποχρεωτικής στράτευσης και των εφεδρικών ασκήσεων, των εκκωφαντικών σειρήνων του Ιούλη και των αντί κατοχικών διαδηλώσεων – και οι κοινωνικές αρνήσεις στον μιλιταρισμό. Οι αρνήσεις αυτές αποτελούν στιγμές ενός πολυσχιδές, ετερόκλιτου και ετεροχρονισμένου μωσαϊκού το οποίο ενοποιούμε εμείς αναδρομικά μέσα από το κοινό νήμα της αμφισβήτησης που εξέφρασαν και εκφράζουν ακόμη στη πρωτοκαθεδρία του μιλιταρισμού στη καθημερινότητα. Στην ιστορία αυτών των διάσπαρτων αντιστάσεων αναγιγνώσκουμε την εμπειρία του αντιμιλιταριστικού κινήματος στο νησί, η δραστηριότητα του οποίου αρνιέται κάθε φορά την υπαγωγή των ανθρώπων στον εθνικισμό και στον μιλιταρισμό και επιχειρεί να υπερβεί τους υλικούς διαχωρισμούς που εγγράφει το έθνος και ο στρατός στη ζωή.
Στα τέλη 80’ς ο Γιάννης Πάρπας αρνείται συμμετοχή σε εφεδρική άσκηση επικαλούμενος τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Κατηγορείται ως λιποτάκτης και φυλακίζεται για δύο μήνες. Συντείνεται η ‘Πρωτοβουλία Συμπαράστασης στον Αντιρρησία συνείδησης Γ. Πάρπα’, απαρτιζόμενη από το ριζοσπαστικό κίνημα της εποχής με κεντρικό αίτημα την άρνηση στράτευσης. Το κράτος του νότου αγκομαχώντας να διατηρήσει το προσωπείο του θύματος ως εργαλείο διπλωματικής απομόνωσης της Τουρκίας σε διεθνές επίπεδο, υποχρεώνεται το 1992 να προσθέσει στον νόμο περί εθνικής φρουράς, νομοθετική πρόνοια που διασφαλίζει το δικαίωμα στηn αντίρρηση συνείδησης. Ο αγώνας των αντιρρησιών στο νότο είναι εν μέρει νικηφόρος αφού θεσπίζεται η εναλλακτική θητεία, η οποία αποκτάει τιμωρητικό χαρακτήρα εφόσον διαρκεί ένα χρόνο περισσότερο.
Συνεχίζοντας, ο στρατός ως εκφραστής ταυτόχρονα της δυνατότητας εξόντωσης του «εχθρού» όπως και την υπεράσπιση απ’ αυτόν, αποκρυσταλλώνει επίσης μέσα από τα συρματοπλέγματα, τα οδοφράγματα και τα επανδρωμένα του φυλάκια τον πραγματικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων και την αποτροπή της επιθυμίας κομματιών τους να συνευρεθούν. Στο πλαίσιο αυτό κατά τη διάρκεια των 80’ και 90’ς ξεκινάει και εντείνεται η δραστηριότητα του διακοινοτικού επαναπροσεγγισμού αρχικά με συναντήσεις στο εξωτερικό και μετέπειτα με επίσημες και ανεπίσημες συνευρέσεις στο Λήδρα Πάλλας και στην Πύλα. Στους ζοφερούς καιρούς των S-300 και των χυδαίων πορειών των μοτοσικλετιστών, ομάδες ανθρώπων από το βορρά και το νότο αρνούνται την απόσταση των στρατιωτικοποιημένων συνόρων, ξανασυναντιόνται και αναζητούν μια κοινή εμπειρία.
Το 2002 το νησί κλονίζεται από την εξέγερση στο βορρά. Τ/κ συντεχνίες δημιουργούν την πλατφόρμα ‘’Αυτή η Χώρα είναι δική μας’’ και βγαίνουν στους δρόμους με κεντρικό σύνθημα ‘’Η ειρήνη στην Κύπρο δεν μπορεί να εμποδιστεί’’ αμφισβητώντας το υφιστάμενο στάτους κβο απαιτώντας λύση μέσω του σχεδίου Ανάν. Στον απόηχο του Τουρκοκυπριακού κινήματος σημειώνεται η πρώτη ρήξη στους στρατιωκοποιημένους διαχωρισμούς με το άνοιγμα των πρώτων οδοφραγμάτων το 2004, με κόσμο από βορρά και νότο να πλημμυρίζει τα check point αμφισβητώντας την μέχρι τότε χωρική απομόνωση και την εθνικιστική κρατική επένδυση που την αναπαρήγαγε διαχρονικά. Αυτή η συνθήκη και ο παλμός της μας κλιμακώνει τις δικοινοτικές διεκδικήσεις, οι οποίες επιτυγχάνουν το 2007 μεταξύ άλλων και το άνοιγμα του οδοφράγματος της Λήδρας, υπενθυμίζοντας μας πως οι στρατοί, τα σύνορα και οι αποκλεισμοί που συντηρούν δεν είναι φυσικά επακόλουθα αλλά ιστορικά αποτελέσματα πολιτικών και κοινωνικών ανταγωνισμών και ως τέτοια είναι μεταβλητά μπορούν να αλλάξουν.
Στο πλαίσιο της Παλιάς Λευκωσίας διαδραματίζεται η πρώτη κινητοποίηση από κοινού, στις δύο πλευρές της διαχωριστικής γραμμής. Η εκδήλωση για την «Αποστρατιωτικοποίηση της Λευκωσίας» πραγματοποιήθηκε, παράλληλα και στις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής, για πρώτη φορά το 2011 ζητώντας, πέρα από την αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής, και το άνοιγμα ενός ακόμα σημείου διέλευσης στην ανατολική πλευρά της εντός των τειχών πόλης. Οι κινητοποιήσεις σε μορφή πορείων πορείων, συναυλίων και προσωρινών διεκδικήσεων χώρων της νεκρής ζώνης συνεχίστηκαν μέχρι το 2017, με τη δυναμική τους πολλές φορές να επηρεάζεται από το κλίμα των συνομιλιών. Μετά την απογοήτευση που ακολούθησε την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά, οι αντιμιλιταριστικές δράσεις του χώρου περιορίστηκαν σε συγκεντρώσεις τζιαι καμπάνιες αλληλεγγύης αντιρρησίων συνείδησης, όπως στην πρόσφατη περίπτωση του Χαλίλ Καραπασιάογλου.
Όσον αφορά το νότιο τμήμα του νησιού, το Ι5 είναι η πιο διαδεδομένη “άρνηση” του στρατού. Αναγνωρίζοντας, αρχικά, τον ατομικό χαρακτήρα του Ι5, λόγω της ψυχιατρικοποίησης των λόγων – σε αντίθεση με μια άρνηση που μπορεί να εκφραστεί ατομικά αλλά να συλλογικοποιηθεί, η μαζικότητα του εκφράζει μια πραγματική δυναμική άρνησης του στρατού & του μιλιταρισμού μέσα στην κοινωνία. Αυτό είναι αντιληπτό και από τις μηντιακές αντιδράσεις (είτε θεαματική διόγκωση είτε αποσιώπηση του φαινομένου), αλλά και από τα προβλήματα που προκαλεί στην ίδια τη δομή του στρατού, εξαναγκάζοντας το κράτος διαρκώς να προβαίνει σε νομοθετικές τροποποιήσεις για να διαχειριστεί αυτή τη μαζική & άτυπη αμφισβήτηση του μιλιταρισμού – από τον πρώτο νόμο του 1960 (άρθρο 17) και τους ικανούς/ανίκανους για θητεία, στις τροποποιήσεις του ‘65, ‘75, στην σύσταση των “γιώτα” το ‘78, το νόμο του ‘92 για τους αντιρρησίες & τις τροποποιήσεις 07-08, μέχρι την ενοποίηση όλων των προηγούμενων το 2012 και τις προσωρινές απαλλαγές και επανεξετάσεις. Πίσω στο σήμερα, η μείωση της θητείας δεν είναι καινοτομία του κράτους αλλά η απάντηση του στην διαρκή αμφισβήτηση που δεχόταν η θητεία για διάφορους λόγους – όπου το κράτος μιλάει για επιδημία φυγοστρατίας, εμείς διαβάζουμε επιδημία άρνησης της πολεμικής μηχανής. Η ψυχιατρικοποίηση αυτής της άρνησης βέβαια είναι η μόνη αποδεκτή αναγνώριση της, και από μέρους του στρατού, αλλά και από μέρος του λαού τον οποίο σφυρηλατεί.
Ενάντια στη κρατική εθνική αφήγηση, η οποία ξετυλίγεται μεταπολεμικά με αντικατοχικές διαδηλώσεις, στρατιωτικές και μαθητικές παρελάσεις, τους Ισαάκ – Σολωμου, τη φριχτή σχολική παιδεία και τον αιμόδιψο εθνικισμό των απο κάτω ενσωματωμένος στο κράτος που μεταφράζεται σε επιθέσεις κατά Τ/κ- αναζητούμε τη δυναμική μιας ιστορίας που κινείται παράλληλα και μερικές στιγμές συγκρούεται μετωπικά με τις υλικές-πολιτικές εκφράσεις του βούρκου. Απο τον αστερισμό της εμπειρίας του αντιμιλιταρισμού στο νησί συγκρατούμε την ιστορία της άρνησης στη διαμόρφωση της καθημερινότητας μέσα από τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό που κάθε φορά επιχειρεί να μειώσει το χάσμα που μας κρατά απομονωμένες. Στα πλαίσια των παραπάνω έχουμε αρχίσει μια ενασχόληση με θέματα κυπριακού και μιλιταρισμού.
Για τη σημερινή μας εκδήλωση θα θέλαμε να καλωσορίσουμε το Μ., ολικό αρνητή στράτευσης από τα Γιάννινα. Ο Μ. μαζί με άλλους συντρόφους από τα Γιάννινα είχε φιλοξενήσει κάποιους από μας πέρσι το Σεπτέμβρη, στα πλαίσια του 7ου αντιμιλιταριστικού διήμερου που οργάνωσε το ξυπόλυτο τάγμα, όπου και παρουσιάσαμε τη δουλειά που μετέπειτα έγινε η μπροσούρα “Κύπρος το αβύθιστο αεροπλανοφόρο,” η οποία κυκλοφορεί από σήμερα στη 2η της έκδοση. Με το ξυπόλυτο τάγμα υπάρχει ένα νήμα που πάει πίσω στο 2011 όπου είχαμε την πρώτη μας επικοινωνία, τότε ως άτομα που συμμετείχαν στη σκαπούλα, ανταλλάζοντας κάποια μέιλ και έντυπο υλικό, τους είχαμε πάρει συνέντευξη για το 3ο τεύχος. Θεωρούμε ότι υπάρχει μια ταύτιση σε ζητήματα αντιμιλιταρισμού και αντεθνικισμού – ο Μ. θα μας μιλήσει σήμερα για τη κράτος-που-έχει-συνέχεια & τον μιλιταρισμό του, καθώς και τη χρήση του μιλιταρισμού και εθνικισμού από την αριστερή κυβέρνηση του σύριζα. Τον ευχαριστούμε & ευχαριστούμε και όλες/όλους εσάς που ήρθατε σήμερα.
28.12.18